ρητορομαστιξ

ρητορομαστιξ
    ῥητορομάστιξ
    ῥητορο-μάστιξ
    -ῑγος ὅ бич ораторов (прозвище оратора Эсхина Митиленского) Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρητορομαστιξ" в других словарях:

  • ρητορομάστιξ — ιγος, ό, Α (ως προσωνυμία κάποιου Αισχίνου από τη Μυτιλήνη) η μάστιγα τών ρητόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μάστιξ, ιγος] …   Dictionary of Greek

  • ῥητορομάστιγα — ῥητορομάστιξ the Rhetoricians scourge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»